- δερματεμπορία
- η και δερματεμπόριο, τοτο εμπόριο δερμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δερματεμπορία — η το εμπόριο δερμάτων: Η δερματεμπορία έχει αναπτυχθεί πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δερματεμπόριο — το η δερματεμπορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)